Η συχνότητα εμφάνισης της αλλεργικής ρινίτιδας και επιπεφυκίτιδας έχει σημαντικά αυξηθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Εξωοικιακά αεροαλλεργιογόνα (γύρεις και μύκητες), αλλά και ενδοοικιακά αεροαλλεργιογόνα (ακάρεα, μύκητες και επιθήλια ζώων) μπορεί να προκαλέσουν συμπτωματολογία όπως ρινική καταρροή, συμφόρηση, πταρμούς, κνησμό, δακρύρροια, ερεθισμό οφθαλμών. Η σοβαρή ρινίτιδα μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα του ύπνου, την απόδοση στο σχολείο και την εργασία. Μελέτες δείχνουν ότι 40% των ασθενών με αλλεργική ρινίτιδα πάσχουν και από αλλεργικό άσθμα. Για τον προσδιορισμό του υπεύθυνου αλλεργιογόνου πραγματοποιούνται δερματικές δοκιμασίες και εργαστηριακές εξετάσεις.

Η σωστή φαρμακευτική αγωγή μπορεί να ανακουφίσει από τα συμπτώματα, ενώ σε ασθενείς με σοβαρή και επίμονη νόσο η ειδική ανοσοθεραπεία είναι δυνατό να περιορίσει σε μεγάλο βαθμό έως και να εξαφανίσει τα συμπτώματα. Τα αποτελέσματα της ανοσοθεραπείας είναι μακροχρόνια και με αυτή μπορεί να επιτευχθεί αλλαγή της φυσικής πορείας της αλλεργίας. Από μελέτες φάνηκε ότι με την ανοσοθεραπεία μειώνεται η πιθανότητα εξέλιξης της αλλεργικής ρινίτιδας σε άσθμα στα παιδιά.