Η κνίδωση χαρακτηρίζεται από εμφάνιση ερυθρών περιγεγραμμένων πομφών με κεντρική ωχρότητα και συνοδό κνησμό. Το αγγειοοίδημα είναι ωχρό, μη συμμετρικό και αφορά περιοχές με χαλαρό συνδετικό ιστό (πχ χείλη, βλέφαρα). Αποτελούν διαφορετική κλινική έκφραση της ίδιας νοσολογικής οντότητας. Οξεία κνίδωση ή/και αγγειοοίδημα μπορεί να εμφανιστεί σε ένα υψηλό ποσοστό του πληθυσμού που αγγίζει το 20% και οφείλεται είτε σε κάποιο αλλεργιογόνο είτε σε άλλες καταστάσεις όπως λοιμώξεις. Η χρόνια κνίδωση είναι λιγότερο συχνή και αφορά το 1% περίπου του πληθυσμού, χρήζει όμως διερεύνησης, παρακολούθησης και ειδικής θεραπείας προκειμένου να ελεγχθεί.

Φάρμακο εκλογής είναι τα αντιισταμινικά σε δοσολογικό σχήμα που θα καθοριστεί από το θεράποντα ιατρό. Η κορτιζόνη πρέπει να λαμβάνεται μόνο για λίγες μέρες σε φάσεις έξαρσης και όχι ως μακροχρόνια αγωγή ελέγχου της νόσου. Τα τελευταία χρόνια οι ασθενείς με χρόνια κνίδωση που δεν ανταποκρίνονται στην από του στόματος φαρμακευτική αγωγή, έχουν στη διάθεσή τους ειδική ενέσιμη αγωγή (μονοκλωνικό αντίσωμα).